Wednesday 30 July 2008

Ο Έτσι και η Μαρία (συνέχεια 3)


«Οι έρωτές μας οι αληθινοί, ακόμα κι αν τελείωσαν,
όσο άγαρμπα κι αν τελείωσαν είναι ιεροί.
Ένα δικό μας κομμάτι,
αιώνια παραδωμένο στον πρώην αγαπημένο,
πάντα θα τριγυρνά κάποιες νύχτες κοντά του....»
Μ.Βαμβουνάκη


Μαζεύει τα κομμάτια της και γυρίζει σπίτι.
Η Κατερίνα της ανοίγει την πόρτα. –«Μαρία! Τί έπαθες; Πώς χτύπησες; Εισαι καλά;» Την καθυσήχασε η Μαρία, προσπαθώντας να σηκώσει το απελπισμένα χαμένο χαμόγελό της και πήγε τρέχοντας στο μπάνιο.
Ο Έτσι κρυμμένος στο σαλόνι απέφυγε βιαστικά τη ματιά της.
Είχε κερδίσει λίγο χρόνο. Τώρα πρέπει να σκεφτεί τι θα κάνει. Να το αντιμετωπίσει; Να φύγει πάλι; Να αρχίσει να τρέχει; Προς τα που αυτη τη φορά; Να περιμένει; Να κάνει υπομονή; Να αφήσει το χρόνο να περάσει; Να γιατρέψει τις πληγές;
Η Μαρία και ο χρόνος είχανε πάντα μεγάλες διαφωνίες. Εκείνος επέμενε πως πρέπει να περάσει... Της έλεγε πως όλα έρχονται στην ώρα τους... «Περίμενε» της έλεγε... Μα εκείνη δεν καταλάβαινε. Ποιά είναι η ώρα των πραγμάτων; Γιατί πρέπει πάντα να περιμένουμε για τα καλά και όχι για τα άσχημα; Ποιός ορίζει το χρόνο; Είναι ο δικός της ο χρόνος ίδιος με τον άλλων ανθρώπων; Κυλάνε με την ίδια ταχύτητα; Έχουν το ίδιο βάθος;
Ο χρόνος μπορεί να γίνει γυαλί και να σπάσει αν δεν προσέξεις... Η μαρία το ήξερε αυτό καλά. Μπορεί να γίνει και άγκυρα και να σε κρατήσει ασάλευτο για χρόνια.
Πώς ορίζεται ο χρόνος; Πως μπορείς να τον κάνεις να περνάει πιο αργά ή πιο γρήγορα; Πως μπορείς να του κρυφτείς;
Σίγουρα όχι μέσα στην τουαλέτα, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσεις τις καταστάσεις που σε πονάνε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα του μπάνιου. Φόρεσε το πιο αληθινό της χαμόγελο και πήγε στο σαλόνι. «Να σερβίρω να φάμε;» ρώτησε.
Κανείς δεν ανέφερε τα γεγονότα στο τραπέζι. Όλοι κοιτούσαν το φαγητό τους με προσοχή, μιλούσαν για άσχετα πράγματα, για τον καιρό, τη δουλειά, το καινούριο σπίτι...
Άγνωστοι... Κι ο Έτσι, που πέρασε μαζί του τόσα, που ένοιωσε τόσα, που τον αγάπησε τόσο... κι εκείνος ένας άγνωστος είναι απέναντύ της που μιλάει για τον καιρό στην Πάτρα λες και είναι το πιο ενδιαφέρον θέμα στον κόσμο.
Αποφεύγει προσεκτικά να αναφέρει την κοινή τους ζωή με την Κατερίνα σα να ξέρει κάτι... Σα να ξέρει πως η Μαρία θα πληγωθεί απο τις λέξεις του... Μα πως μπορεί να ξέρει; Και η Μαρία αποφεύγει να συζητήσει για σχέσεις και έρωτες και οτιδήποτε θα μπορόυσε να κάνει ακόμα πιο δύσκολη αυτή τη συνάντηση.
Και να που ο χρόνος κύλησε. Και τελείωσε και αυτό. Αναίμακτα.
Ο Έτσι και η Κατερίνα φύγανε να πάνε σινεμά και η Μαρία προσποιούμενη ένα μικρό πονοκέφαλο έμεινε σπίτι.
Το κλείσιμο της πόρτας ήταν μια ανακούφιση και η σιωπή στο σπίτι βάλσαμο της φάνηκε.
Πήγε στο δωμάτιο του έτσι. Τα ρούχα της κατερίνας ήταν πάνω στο κρεββάτι, η βαλίτσα της στο διάδρομο, οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα στο μπάνιο. Μικρά πραγματάκια παντού μες το σπίτι. Μια ανεπαίσθητη μυρωδιά να πλανάται στον αέρα. Να παίρνει τη θέση της δικής της μυρωδιάς... των δικών της πραγμάτων... των δικών της αισθημάτων.
Σιωπές εκεί που κάποτε υπήρχαν λέξεις. Οι ίδιοι θόρυβοι που την έκαναν να χαμογελάει παλιότερα, τώρα την τρομάζουν. Ένα χτύπημα στην πόρτα αρκεί για να αρχίσει η καρδιά της να χτυπά πιο γρήγορα. Δεν θέλει να αντικρύσει την αλήθεια. Δεν θέλει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Δεν θέλει να την δεί.
Μπαίνει κάτω απο το ντουζ και ανοίγει το νερό. Οι σταγόνες αγγίζουν το δέρμα της και τη ζεσταίνουν. Τα γόνατά της και τα χέρια πονάνε καθώς τρέχει το νερό πάνω στις πληγές. Μακάρι να ήταν όλες οι πληγές έτσι. Να πονάνε μόνο όταν τους ρίχνεις νερό και μετά να σου επιτρέπουν να τις ξεχνάς. Μακάρι να ήταν όλοι οι πόνοι τόσο απλοί... και τόσο εμφανείς...
Νοιώθει καλύτερα. Το νερό μοιάζει να ξέπλυνε τις άσχημες σκέψεις μα... ένα αίσθημα κενού την έχει πλημμυρίσει. Τι περίεργο που είναι... Πριν συνειδητοποιήσει οτι είναι ερωτευμένη μαζί του, όλα αυτά τα συναισθήματα ήταν κρυμμένα βαθιά μέσα της. Δεν ήξερε καν οτι υπάρχουν. Και τώρα... Ανέβηκαν στην επιφάνεια σε μια στιγμή. Μέσα σε μερικές ώρες κατάφερε να γεμίσει την καρδιά της με έρωτα, μοναξιά, θλίψη, απογοήτευση, τρόμο, ζήλια...
Υπάρχει τρόπος να γυρίσει πίσω; Να μην συνειδητοποιήσει οτι είναι ερωτευμένη μαζί του; Να μείνουν όλα όπως πρίν; Να μην πονάει; Γυρίζει ο χρόνος πίσω;
Οι σκέψεις την κράτησαν ξύπνια μέχρι αργά... Μέχρι που αποκαμωμένη απο τα κλάμματα παραδώθηκε σε ένα βαθύ και ήρεμο ύπνο. Έναν ύπνο χωρίς όνειρα... Χωρίς ελπίδες... Χωρίς συναισθήματα...
Το πρωί την ξύπνησε ένα χτύπημα στην πόρτα. Διακριτικό χτύπημα. Να είναι άραγε εκείνος; Ή μήπως εκείνη; Δεν άνοιξε. Προσποιήθηκε πως κοιμάται.
Όταν βεβαιώθηκε οτι φύγανε απο το σπίτι σηκώθηκε. Έφτιαξε καφέ και κάθισε στην κουζίνα. Εικόνες τρέχουνε παντού μέσα στο σπίτι. Τότε που μαγειρεύανε παρέα, που βλέπανε ταινείες, που ζούσανε μαζί. Ναι, ζούσανε μαζί.
Τότε που αυτό το σπίτι φιλοξενούσε τόσα πολλά...
Πρέπει να μετακομίσει. Όλες αυτές οι αναμνήσεις που έχουν απορροφηθεί απο τους τοίχους και τα ταβάνια, τη στοιχειώνουν.
Πρέπει να μετακομίσει.
Δεν θέλει να το αντιμετωπίσει αυτό. Δεν μπορεί! Δεν το αντέχει!
Πρέπει να φύγει μακριά. Μακριά απο εκείνον, μακριά απο τη ζωή που ζούσανε, μακριά απο τις αναμνήσεις, μακριά του.
Ξαφνικά συνειδητοποιεί κάτι που δεν το είχε ξανασκεφτεί.
Τον έχασε!
Όχι μόνο τον ερωτά του, αλλά και τη φιλία του.
Τον έχασε.
Δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να είναι φίλη του. Δεν θα μπορέσει ποτε ξανά να τον κοιτάξει με τον ίδιο τρόπο, να χωθεί στην αγκαλιά του όταν βλέπει άσχημα όνειρα. Δεν θα του ξαναμαγειρέψει, δεν θα είναι εκεί για αυτόν, αλλά ούτε αυτός για εκείνη.
Τον έχασε.
(Συνεχίζεται...)

No comments: