Saturday 1 November 2008

Ο Έτσι και η Μαρία (συνέχεια 10)

Ο Δημήτρης
«Μ’αρέσει εκείνος που η ψυχή του
είναι πιο βαθιά απο την πληγή του»
- Νίτσε


Πέρασε καιρός.... Όλο το καλοκαίρι... Μέρος απο το φθινόπωρο...
Ένα πρωί χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο, χωρίς προειδοποίηση, ξύπνησε και ο πόνος που την καθήλωνε στην ανυπαρξία ειχε εξαφανιστεί. Ίσως τον είχε πια συνηθίσει... Μα, έπιασε πάτο και το ένοιωσε πως ήταν ώρα πια να σηκωθεί.
Πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε, ντύθηκε, βάφτηκε και βγήκε έξω. Κατηφόρησε την Κηφισίας μέχρι το καφέ του Τάκη και έπιασε ένα τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο. Ήτανε πια σχεδόν χειμώνας...
Άνοιξε το βιβλίο της και άρχισε να διαβάζει. Το ίδιο βιβλίο που είχε και τότε, με το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης να τη στοιχειώνει. Οι λέξεις την πονούσαν ακόμα αλλά συνέχιζε... Πρέπει να προχωρήσει. Πρέπει να το τελειώσει, να το αφήσει πίσω της. Πρέπει να ξεχάσει. Πρέπει να μάθει να ζεί ξανά.
«Συγνώμη, μήπως έχετε φωτιά;» ακούει κάποιον πίσω της.
Γυρίζει και βλέπει ένα νεαρό, κοντά στην ηλικία της με μαύρα μαλλιά και τεράστια μάτια να την κοιτά χαμογελώντας.
«Λυπάμαι...» του λέει γλυκά με ένα χαμόγελο.
Χαμογελά κι εκείνος. Πιάνουνε την κουβέντα.
Εκείνος δούλευε σε μια μεγάλη εταιρία παραγωγής για την τηλεόραση, έμενε μόνος του στο ψυχικό και είχε μια γάτα χωρίς όνομα εδώ και 6-7 χρόνια.
Μιλούσε όμορφα, ήθελε να μάθει τα πάντα για εκείνη, την κοιτούσε στα μάτια...
Μιλήσανε για ώρες. Είπανε πολλά, καταφέρνοντας με μεγάλη μαεστρία να κρύψουν και οι δύο τα σημαντικά της ζωής τους. Λέξεις άδειες γεμίζανε τη συζήτηση...
«Θέλω να σε ξαναδώ» της είπε πριν φύγει.
«Κι εγώ» του απάντησε η Μαρία. Δεν ήταν έτοιμη ακόμα για καινούριες σχέσεις. Το ήξερε πως ότι ένοιωθε για τον Έτσι δεν είχε τελειώσει μέσα της. Αλλά ο ευγενικός νεαρός ήταν μια διέξοδος. Κάτι να πιαστεί... Να βγεί απο τον πάτο του πηγαδιού που είχε φτάσει.
Τη φλέρταρε για μήνες. Περπατούσανε ατελείωτες ώρες, μιλούσανε για χιλιάδες πράγματα, γελάγανε με το παραμικρό... Την έπαιρνε τηλέφωνο κάθε βράδυ και της μιλούσε μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Της ζωγράφιζε όμορφα όνειρα με τις λέξεις του για να μην φοβάται μόνη της στο σπίτι. Κι αν καμιά φορά κάτι την τρόμαζε, ήταν πάντα εκεί. Μπορούσε να τον πάρει τηλέφωνο ανα πάσα στιγμή. Ήταν εκεί. Πάντα εκεί. Υπήρχαν φορές που κατάφερνε να ξεχάσει τον Έτσι τελείως. Υπήρχαν στιγμές που γελούσε αληθινά και πάλι. Ζούσε. Ζούσε ξανά. Έβλεπε τη ζωή όμορφη μέσα απο τα μάτια του Δημήτρη.
Εκείνος την ερωτεύτηκε σχεδόν απο την πρώτη εβδομάδα, μα περίμενε... Υπομονετικά περίμενε... Κι εκείνη, παρόλο που δεν ένοιωσε το ίδιο, μετά απο λίγο καιρό δεν του αρνήθηκε την αγκαλιά της. Του χρωστούσε την ανάστασή της, το χαμόγελό της, το οτι μπορούσε να δεί την ομορφιά γύρω της ξανά. Του χρωστούσε πολλά. Και την αγαπούσε... Πόσο την αγαπούσε....
Η αγάπη του της έδινε μια σιγουριά. Το δεκανίκι που χρειαζότανε για να μπορέσει και πάλι να περπατήσει. Μα και πολύ περισσότερα απο αυτό. Ο Δημήτρης ήταν ακριβώς όπως είχε φανταστεί τον πρίγκηπά της. Ρομαντικός, τρυφερός, ερωτικός, έξυπνος, παθιασμένος με τη ζωή, παθιασμένος μαζί της. Κάθε λεπτό της έδειχνε πόσο ξεχωριστή είναι για εκείνον. Κάθε δευτερόλεπτο της θύμιζε πόσο την αγαπάει και τη χρειάζεται. Πως δεν θα την άφηνε ποτέ. Πως θα πάλευε να την κρατήσει με νύχια και με δόντια αν χρειαζότανε.
Ασυναίσθητα, συνέκρινε τον Δημήτρη με τον Έτσι σε κάθε κίνηση, σε κάθε λέξη, σε κάθε στιγμή. Και παρόλο που ο Δημήτρης ήταν τόσο υπέροχος, σ’άυτή την άνιση σύγκριση έβγαινε πάντα δεύτερος. Δεν μπορούσε να κάνει πίσω όμως. Δεν ήθελε να κάνει πίσω. Ο Δημήτρης την αγαπούσε. Θα πάλευε να την κρατήσει. Ενώ ο Έτσι είχε παραιτηθεί απο την αρχή.
Μήνες δεν μιλήσανε με τον Έτσι. Χαθήκανε. Εξαφανίστηκε με την Κατερίνα αγκαλιά στο ηλιοβασίλεμα, αφήνοντας την Μαρία μόνη να ψάχνει το γιατί. Της είχε πεί πως θα είναι πάντα φίλοι, πως δεν θέλει να τη χάσει απο τη ζωή του. Την είχε πει πολλά... Μα τελικά τα λόγια δεν έχουν καμία σημασία. Πόσο εύκολα δίνονται οι υποσχέσεις... Πόσο δύσκολα τηρούνται...

...Συνεχίζεται...

No comments: