“Πριν απο χρόνια είχα έναν φρονιμίτη που αρνιόταν να βγεί. Πονούσε, πρηζόταν, ξεπρηζόταν και πάλι απο την αρχή. Αποτέλεσμα μηδέν όμως. Τώρα ξέρω, υποδήλωνε έμμεσα την άρνησή μου να ενηλικιωθώ. Τότε πίστευα πως χρειαζόμουν επειγόντως οδοντίατρο. Άνοιξα λοιπόν τον χρυσό οδηγό και βρήκα ένα όνομα στην τύχη. Γείτονας ήταν. Πήγα ως εκεί με τρεμάμενα πόδια, χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε ένας μειλίχιος πενηντάρης απ’αυτούς που επιδρούν κατευναστικά στο νευρικό σύστημα των ασθενών. Με παρέλαβε χαμογελαστός, με κάθισε στην πολυθρόνα, έκανε μια ενδελεχή επισκόπηση του πεδίου και αποφάνθηκε οτι έπρεπε να αποκαλύψουμε τον φρονιμίτη που έπαιζε μαζί μου κρυφτό. Έκλεισα λοιπόν τα μάτια, άνοιξα το στόμα και αφέθηκα στα τίμια και έμπειρα χέρια του – τί άλλο μπορούσα να κάνω; Περίμενα μοιρολατρικά το χτύπημα του τροχού επι κάμποσα λεπτά, πιάστηκε το σαγόνι μου στο ααααααα... αλλά τίποτα. Τελικά αναγκάστηκα να ανοίξω τα μάτια. Ο οδοντίατρος είχε αποστρέψει το βλέμμα απο το ορθάνοιχτο στόμα μου και χάζευε το ανοιξιάτικο πρωινό απο το μεγάλο παράθυρο, απορροφημένος. Μια λύπη στο προσωπό του σε ανάγκαζε να σεβαστείς τη σιωπή. Περίμενα. Σε λίγο με πήρε η άκρη του ματιού του και στράφηκε. Μου χαμογλελασε. «Σκέφτομαι» μου είπε. Κούνησα το κεφάλι, ελπίζοντας να του δώσω να καταλάβει οτι δεν ζητούσα εξηγήσεις. «Πώς το’κανα αυτό;» συνέχισε. «Γιατί διάλεξα να περάσω όλα μου τα πρωινά κοιτάζοντας σκοτεινά στόματα και σάπια δόντια;» Με κοίταξε σοβαρά με τα γλυκά του μάτια σα να περίμενε απο μένα ένα χρησμο. Δεν ήξερα τίνα του πώ. Ψέλλισα μόνο, «Να’ρθω αύριο;». Σήκωσε τους ώμους χαμογελώντας μια ιδέα. «Εγώ; Εγώ να’ρθω αύριο;». Ανασηκώθηκα και έβγαλα το χάρτινο πετσετάκι. Εκείνος εξακολουθούσε να κοιτάζει τη λιακάδα. Φεύγοντας του έδωσα το χέρι. «Καλή τύχη» του είπα και κάτι απο μέσα μου επέμενε πως οτι τη χρειαζόταν. ‘Εφυγα απ’το ιατρείο του χωρίς να ενοχληθώ. Ήξερα οτι αυτήν τη μέρα δεν επρόκειτο να την ξεχάσω εύκολα. Ήταν μεγάλη τιμή για μένα. Τρία χρόνια μετά ξαναπέρασα απ’το δρόμο του τυχαία. Τη στιγμή που ξαναείδα την είσοδο με τον μαραζωμένο φύκο και το φιστικί χαλάκι, όλη η σκηνή γύρισε πίσω ατόφια. Είχα δει το έργο, τώρα ήθελα να δω και το τέλος. Έτρεξα στα κουδούνια. Το δικό του έλειπε. Χαμογέλασα μέχρι τ’αφτιά.Βιάστηκα όμως όπως πάντα. Κάτω απο τα κουδούνια υπήρχε ένα χαρτάκι κολλημένο προσεχτικά με σελοτέιπ: «Το οδοντιατρείο του κ. Τάδε μεταφέρθηκε επί της οδού τάδε». Έκανα μεταβολή και έφυγα. Το δρομάκι έμοιαζε ξαφνικά στενότερο κι ανήλιαγο. Σαν να θυμήθηκε οτι κάποιος έδωσε μια μάχη εκεί και την έχασε.
Καμία μάχη όμως δεν πάει χαμένη τελικά.Εγώ παραδείγματος ΄χαριν, δεν τον λησμόνησα ποτέ τον απόηχό της. Τον θυμήθηκα ξανά σε λίγους μήνες, τότε που έπρεπε να διαλέξω τί θα κάνω στη ζωή μου. Δεν είχα ιδέα τί ήθελα. Ήξερα όμως τί δεν ήθελα. Τώρα είχα και μια εικόνα οδηγό. Έναν πενηντάχρονο να αποστρέφει το βλέμμα απ’τα πονεμένα στόματα. Ένα κεφάλι σαν ηλιοτρόπιο να κυνηγάει τη λιακάδα για να σωθεί. Και μετά συνέχισα να την χαρίζω αυτή την ιστορία – όπως μου χαρίστικε- σε όποιον τη χρειαζόταν. Τη λέω τώρα και σε σας. Σε όλους και όλες εσας που σπουδάζετε κάτι και αγωνιάτε αν είναι αυτό που πραγματικά θέλατε. Σε όσους έχετε ξεκινήσει έναν δρόμο αλλά αναρωτιέστε τα βράδια αν άξιζε τον κόπο να τον τραβήξετε ως το τέλος. Αναρωτηθείτε λοιπόν. Μήπως κοιτάτε το παράθυρο συχνότερα απο το κανονικό; Τότε φοβάμαι οτι ήρθε η ώρα να το ανοίξετε και να βγείτε. Εντάξει ένα ρίσκο πάντα υπάρχει. Μπορεί το παράθυρο να βρίσκεται στον πέμπτο. Η ασφάλεια όμως είναι μόνο κια φρεναπάτη, όπως η μονιμότητα, το για πάντα. Κανείσ δεν μπορεί να περάσει δυο φορές απο το ίδιο ποτάμι. Το ποτάμι αλλάζει. Ούτε εμείς οι ίδιοι μένουμε οι ίδιοι. Κάθε εφτά χρόνια περίπου είμαστε ολοκαίνουριοι, όλα μας τα κύτταρα έχουν αντικατασταθεί απο άλλα. Αφού λοιπόν όλα αλλάζουν, κι αυτό είναι το μόνο που δεν μπορούμε να αλλάξουμε σε αυτή τη ζωή, ας το κάνουμε μόνοι μας. Ας διαλέξουμε εμείς τις αλλαγές για να μην τις υποστούμε. Ας διαλέξουμε μόνοι μας τον τρόπο με τον οποίο θα περάσουμε το 60% της μοναδικής ζωής μας. Και – εννοείται – δεν υπάρχει κοινοτυπία σωστότερη απο το «ποτέ δεν είναι αργά». Οι πρώτοι μαρξιστές έλεγαν – και είχαν απόλυτο δίκιο- οτι είναι απάνθρωπο να κάνουμε την ίδια δουλειά επι τριαντα πέντε χρόνια. Πρότειναν λοιπόν να αλλάζουν ειδικότητα οι άνθρωποι κατα τακτά χρονικά διαστήματα για να μην εκτροχιαστεί το μυαλό τους απο τη βερεμάρα. Η βιομηχανική κοινωνία που χρειαζόταν εργάτες εξειδισκευμένους τις χλεύασε τις θεωρίες τους και άφησε ανθρώπους να τρελαίνονται βιδώνοντας μια συγκεκριμένη βίδα κάθε μέρα επι οχτώ ώρες επι μια αιωνιότητα.
Το παράδοξο είναι οτι και σήμερα τα παιδιά πιέζονται απο πολύ νωρίς να διαλέξουν τι θα γίνουν άμα μεγαλώσουν. Κι ούτε που φτάνει να δηλώσεις δικηγόρος π.χ., αλλά πρέπει να διαλέξεις και την εξειδίκευση – αστικολόγος ή ποινικολόγος; Ποιός δεκαοχτάχρονος όμως με σώας τας φρένας ξέρει τί σημαίνει ακριβώς η ζωή του ποινικολόγου; Ποιός μπορεί να του εγγυηθεί οτι δεν θα κοιτάζει τα παράθυρα σε λίγο χρόνια, παγιδευμένος για πάντα στο προάυλιο της Ευελπίδων; Έχουν άδικο μετά κάποιοι που διαλέγουν να μην μεγαλώσουν; Είναι εφιαλτικό. Αφήνω το πόσο ανόητο είναι για τις μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Οι στατιστικές ισχυρίζονται οτι πέντε απο τα οχτώ παιδιά του δημοτικού θα κάνουν επαγγέλματα που δεν έχουν ακόμα εφευρεθεί! Ο μόνος ασφαλής δρόμος σ’έναν κόσμο που αλλάζει μορφή τόσο γρήγορα, που δεν προλαβαίνουμε πια να απορροφήσουμε τις αλλαγές, είναι η ευελιξία. Η μόνη μας άμυνα είναι η γενική μόρφωση που που θα μας επιτρέψει να εκπαιδευτούμε εύκολα και γρήγορα στα μελλοντικά επαγγέλαματα μόλις αυτά ενσκήψουν. Ή μόλις μας ενσκήψει εμάς η λαχτάρα να ανοίξουμε ένα παάθυρο στη λιακάδα... “
Καμία μάχη όμως δεν πάει χαμένη τελικά.Εγώ παραδείγματος ΄χαριν, δεν τον λησμόνησα ποτέ τον απόηχό της. Τον θυμήθηκα ξανά σε λίγους μήνες, τότε που έπρεπε να διαλέξω τί θα κάνω στη ζωή μου. Δεν είχα ιδέα τί ήθελα. Ήξερα όμως τί δεν ήθελα. Τώρα είχα και μια εικόνα οδηγό. Έναν πενηντάχρονο να αποστρέφει το βλέμμα απ’τα πονεμένα στόματα. Ένα κεφάλι σαν ηλιοτρόπιο να κυνηγάει τη λιακάδα για να σωθεί. Και μετά συνέχισα να την χαρίζω αυτή την ιστορία – όπως μου χαρίστικε- σε όποιον τη χρειαζόταν. Τη λέω τώρα και σε σας. Σε όλους και όλες εσας που σπουδάζετε κάτι και αγωνιάτε αν είναι αυτό που πραγματικά θέλατε. Σε όσους έχετε ξεκινήσει έναν δρόμο αλλά αναρωτιέστε τα βράδια αν άξιζε τον κόπο να τον τραβήξετε ως το τέλος. Αναρωτηθείτε λοιπόν. Μήπως κοιτάτε το παράθυρο συχνότερα απο το κανονικό; Τότε φοβάμαι οτι ήρθε η ώρα να το ανοίξετε και να βγείτε. Εντάξει ένα ρίσκο πάντα υπάρχει. Μπορεί το παράθυρο να βρίσκεται στον πέμπτο. Η ασφάλεια όμως είναι μόνο κια φρεναπάτη, όπως η μονιμότητα, το για πάντα. Κανείσ δεν μπορεί να περάσει δυο φορές απο το ίδιο ποτάμι. Το ποτάμι αλλάζει. Ούτε εμείς οι ίδιοι μένουμε οι ίδιοι. Κάθε εφτά χρόνια περίπου είμαστε ολοκαίνουριοι, όλα μας τα κύτταρα έχουν αντικατασταθεί απο άλλα. Αφού λοιπόν όλα αλλάζουν, κι αυτό είναι το μόνο που δεν μπορούμε να αλλάξουμε σε αυτή τη ζωή, ας το κάνουμε μόνοι μας. Ας διαλέξουμε εμείς τις αλλαγές για να μην τις υποστούμε. Ας διαλέξουμε μόνοι μας τον τρόπο με τον οποίο θα περάσουμε το 60% της μοναδικής ζωής μας. Και – εννοείται – δεν υπάρχει κοινοτυπία σωστότερη απο το «ποτέ δεν είναι αργά». Οι πρώτοι μαρξιστές έλεγαν – και είχαν απόλυτο δίκιο- οτι είναι απάνθρωπο να κάνουμε την ίδια δουλειά επι τριαντα πέντε χρόνια. Πρότειναν λοιπόν να αλλάζουν ειδικότητα οι άνθρωποι κατα τακτά χρονικά διαστήματα για να μην εκτροχιαστεί το μυαλό τους απο τη βερεμάρα. Η βιομηχανική κοινωνία που χρειαζόταν εργάτες εξειδισκευμένους τις χλεύασε τις θεωρίες τους και άφησε ανθρώπους να τρελαίνονται βιδώνοντας μια συγκεκριμένη βίδα κάθε μέρα επι οχτώ ώρες επι μια αιωνιότητα.
Το παράδοξο είναι οτι και σήμερα τα παιδιά πιέζονται απο πολύ νωρίς να διαλέξουν τι θα γίνουν άμα μεγαλώσουν. Κι ούτε που φτάνει να δηλώσεις δικηγόρος π.χ., αλλά πρέπει να διαλέξεις και την εξειδίκευση – αστικολόγος ή ποινικολόγος; Ποιός δεκαοχτάχρονος όμως με σώας τας φρένας ξέρει τί σημαίνει ακριβώς η ζωή του ποινικολόγου; Ποιός μπορεί να του εγγυηθεί οτι δεν θα κοιτάζει τα παράθυρα σε λίγο χρόνια, παγιδευμένος για πάντα στο προάυλιο της Ευελπίδων; Έχουν άδικο μετά κάποιοι που διαλέγουν να μην μεγαλώσουν; Είναι εφιαλτικό. Αφήνω το πόσο ανόητο είναι για τις μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Οι στατιστικές ισχυρίζονται οτι πέντε απο τα οχτώ παιδιά του δημοτικού θα κάνουν επαγγέλματα που δεν έχουν ακόμα εφευρεθεί! Ο μόνος ασφαλής δρόμος σ’έναν κόσμο που αλλάζει μορφή τόσο γρήγορα, που δεν προλαβαίνουμε πια να απορροφήσουμε τις αλλαγές, είναι η ευελιξία. Η μόνη μας άμυνα είναι η γενική μόρφωση που που θα μας επιτρέψει να εκπαιδευτούμε εύκολα και γρήγορα στα μελλοντικά επαγγέλαματα μόλις αυτά ενσκήψουν. Ή μόλις μας ενσκήψει εμάς η λαχτάρα να ανοίξουμε ένα παάθυρο στη λιακάδα... “
Λένα Διβάνη - εκδόσεις Καστανιώτη
6 comments:
Ειναι φορές που θέλουμε να φύγουμε απ το παράθυρο μα εκεινο εχει κάγκελα απο ατσάλι...
Το χει σκεφτει κανεις αυτο ποτε?
Το να δραπευσουμε ειναι απλο να το λεμε...
Τι θα γίνεις άμα δεν μεγαλώσεις;
χμμ...θα μπω στην κατάψυξη για 2-3 χρόνια (να μην μεγαλώνω εγώ) και μετα θα σε πάρω να γίνουμε παρέα δυο ανέμελα "τσιγγανόπουλα"
Ελευθερία στη σκέψη και στην πρωτοβουλία.
Ελευθερία στη ζωή μας.
Και όλοι θα λένε..."αυτα τρελάθηκαν και τρέχουν σαν χαμένα"
Αλλά,εμείς θα ξέρουμε . . .
με εντυπωσιασε η αναρτηση σου....
ναι, ειμαι ανθρωπος των αλλαγων!
τις επιδιωκω!
και ναι, θα τον θυμαμαι κ γω τον υπεροχο οδοντιατρο σου!
just perfect
Mary
To megalutero problhma nomizw einai oti blepoume kagkela ekei pou den uparxoun.
Kalhmera Maria mou :)
@ protoplastos
auto proupothetei oti eisai megaluteros apo mena... e???
:)
@fotini
Th Lena Divani mallon prepei na sugxareis. egw apla thn anaparagw :)
@Mary
Kalwshrthes :)
Post a Comment