Tuesday 23 June 2009

Το παιδί και το ψαράκι

Μια φορά ήταν ένας γέρος και μια γριά κι είχαν μόνο ένα παιδί και το σπούδαζαν. Ήταν φτωχοί άνθρωποι οι κακόμοιροι. Ήταν ο γέρος ψαράς, εψάρευε και ζούσαν και σπούδαζαν και το παιδάκι. Ο γέρος, όμως, αρρώστησε και πέθανε και το παιδί παράτησε τα γράμματα. -



Μάννα, λέει μια μέρα το παιδί, θα μάθω την τέχνη του πατέρα μου.

-Μα εγώ, παιδί μου, σ' έχω για να σε σπουδάσω, δε σ' έχω για να πας να γίνεις ψαράς.

-Όχι μάννα, θα μάθω του πατέρα την τέχνη, μόνο να μου βρεις τα σύνεργα της ψαρικής σε παρακαλώ.

Αναγκάστηκε, λοιπόν, η μάννα του και βρήκε τα σύνεργα της ψαρικής του πατέρα του, τα παίρνει το παιδί και πάει στο ψάρεμα.

Μόλις έφτασε κάτω στη θάλασσα, κατεβάζει το καλαμίδι βάνει το δόλωμα στο αγκίστρι και το ρίχνει μέσα στη θάλασσα. Πέρασε λίγη ώρα κι ένα ψαράκι ετσίμπησε το δόλωμα. Σηκώνει το καλαμίδι και το βγάνει το ψαράκι.

Τότε το ψαράκι μίλησε και του λέει:

-Τι θα καταλάβειθ αν με φαθ, που είμαι τόθο δα μικρό κι όλο κόκκαλα; Παράτηθε με να μεγαλώθω κι έρχεθαι μετά και με πιάνειθ.

-Και πώς θα σε βρω εγώ μέσα σε τόση θάλασσα;

-Θα φωνάκθειθ τ' όνομά μου. Και πώς σε λένε;

-Με λένε Νου.

Το παιδί πέταξε το ψαράκι στη θάλασσα. Ξαναβάζει πάλι το δόλωμα στ' αγκίστρι και το ρίχνει στη θάλασσα.

Πάει πάλι το ίδιο ψαράκι και το πιάνει.

Μιλεί το ψαράκι και του λέει:

-Τι θα καταλάβειθ αν με φαθ, που είμαι τόθο δα μικρό κι όλο κόκκαλα; Άφηθέ με να μεγαλώθω θε παρακαλώ κι έρχεθαι και με κθαναπιάνειθ άλλη φορά.

-Α!, λέει, δε σ' αφήνω, γιατί έπιασα άλλο ένα και το άφησα κι εκείνο.

-Άφηθέ με και μένα να μεγαλώθω θε παρακαλώ κι έρχεθαι και με πιάνειθ άλλη φορά.

-Και πού θα σε βρω εγώ να σε ξαναπιάσω μέσα σε τόση θάλασσα;

-Θα μου φωνάκθειθ τ' όνομά μου.

-Και πώς σε λένε;

-Με λένε γνώθη. Να με φωνάκθειθ κι εγώ μονομιάθ θα θου παρουθιαθτώ.

Παρατά το παιδί το ψαράκι. Πάει λίγο παρέκει, ρίχνει το καλαμίδι του και ξαναπιάνει πάλι το ίδιο ψαράκι.

Και είπε:

-Καλό είναι αυτό να το πάρω. Θα το πάω σπίτι να το τηγανίσει η μάννα μου.

Και το ψαράκι του είπε:

-Γιατί να με παθ θτη μάννα θου έτθι μικρό που είμαι; Άφηθέ με να μεγαλώθω κι έρχεθαι θε οκτώ μέρεθ ακριβώθ και με κθαναπιάνειθ.

-Και πού θα σ' εύρω να σε πιάσω;

-Φώνακθε τ' όνομά μου. Με λένε Θουβλί.

Παρατά κι αυτό το ψάρι. Εβράδιασε κιόλας η μέρα και φεύγει και πάει στο σπίτι του.

-Καλησπέρα μάννα μου.

-Καλώς το παιδί μου. Πού είναι τα ψάρια που έφερες;

-Έπιασα, μάννα μου, τρία και μου είπαν να τ' αφήσω να μεγαλώσουν κι ύστερα από οχτώ μέρες να πάω να τα πιάσω.

Πέρασαν οι οχτώ μέρες και το παιδί θυμήθηκε τα ψάρια. Πάει τρέχοντας στη θάλασσα και φωνάζει με όλη του τη δύναμη:

"Νου, Νου, Νου...."

Από τα βάθη της θάλασσας ακούει μια φωνή να λέει:

-Αν είχεθ νου, δε θα μ' άφηνεθ.

Ύστερα φωνάζει:

"Γνώση, Γνώση, Γνώση..."

Το ψαράκι πάλι φωνάζει:

"Αν είχεθ γνώθη δε θα μ' αφηνεθ".

Ύστερα θυμήθηκε και φωνάζει:

"Σουβλί, Σουβλί, Σουβλί..."

Και το ψαράκι απαντά:

-Θτη μύτη θου να μπει!

Κι έτσι το παιδί κατάλαβε ότι το κορόιδεψαν κι έβαλε μυαλό.

4 comments:

ρίτσα said...

πάρα πολλά ωραίο

ευχάριστη έκλπληξη

μα είναι ο παπακωνσταντίνου; που το βρήκες;

εννοείται ότι και εγώ ήταν να ακούσω τα ψαράκια

Mafalda said...

xixixi :)
Kata tuxh to brhka...

Egw ta mikra ta ksanapetaw mesa etsi ki alliws. Den xreiazetai na mou to poun :P

tovenito said...

όμορφο! χαμογελαστό! ανάλαφρο!

Νικόλας Παπανικολόπουλος said...

Μήπως έπρεπε να το φωνάξει γνώθη ..γνώθη...;;;; χεχε! :))))

Καλησπέρα!!!!