Monday 8 September 2008

Ο Έτσι και η Μαρία (συνέχεια 6)

Επιστροφή στα παλιά
Υπάρχουν άνθρωποι που μπορείς να ζείς μέσα τους
Χωρίς να ζείς μαζί τους.
Όπως και άνθρωποι που ενώ ζείς μαζί τους
είναι αδύνατον να ζείς μέσα τους.
Γκαίτε


Το καράβι έπιασε λιμάνι το ξημέρωμα. Μια απαλή υγρασία σκέπαζε τα πάντα τυλιγμένη σε ένα πορτοκαλί φως που ξεμύτιζε δειλά πίσω απο το κάστρο.
Η ψυχή της αγαλιάζει όποτε έρχεται εδώ. Η αγκαλιά της Ρόδου την υποδέχεται πάντα ανοιχτή. Είναι το σπίτι της.
Όλα τα ξαναβρίσκει εδώ και την ξαναβρίσκουν. Τα θυμάται και τη θυμούνται. Πάντα γυρίζει εδώ και πάντα φεύγει. Ίσως κατα βάθος, φεύγει για να μπορεί να ξαναγυρίσει.
Ίσως...
Μαζεύει τον υπνόσακο και κατεβαίνει στην έξοδο του καραβιού. Άνθρωποι στοιβαγμένοι στη σκάλα περιμένουν να ανοίξει η πόρτα για να ξεχυθούν στο λιμάνι. Κοιτάζει μήπως δεί κανένα γνωστό. Κανείς δεν ξέρει οτι έρχεται σήμερα.
Παίρνει ένα ταξί «Κέννεντυ 36 παρακαλώ».
Σε λιγότερο απο 10 λεπτά είναι σπίτι.

Κατεβαίνει τα λίγα σκαλάκια, περνάει το πλακόστρωτο και μπαίνει στην πολυκατοικία. Δεύτερος όροφος.
Βάζει το κλειδί στην πόρτα και μια γνώριμη μυρωδιά την πλημυρίζει με συναισθήματα.
Πόσα έχει ζήσει σ’αυτό το σπίτι... Μυρίζει γιασεμί και παιδικά παιχνίδια... Μυρίζει αγάπη, σχολείο, φίλους, αγκαλιές... Την πρώτη της αγάπη μυρίζει...
Πόσο πιο απλά ήταν όλα τότε... Αγνά, αληθινά, όμορφα. Τα προβήματα που φάνταζαν βουνό στα μάτια της τότε, της φαίνονται αστεία τώρα... «Αλλάζουνε οι άνθρωποι», σκέφτεται....
Μπαίνει στο δωμάτιό της και ξαπλώνει στο κρεββάτι. Καθαρά σεντόνια... Λες και το ξερε η μαμά της οτι θα έρθει και προετοίμασε τα πάντα. Η γατούλα της καταφθάνει τρέχοντας, πηδάει πάνω στη κοιλιά της κι αρχίζει να της τρίβεται.
Η ψιψίνα...
Ποτέ δεν αξιώθηκαν να της βγάλουν ένα κανονικό όνομα. Η κεραμιδόγατα που τους ακολούθησε ως το σπίτι πριν απο 12 χρόνια, που δεν είχε ποτέ κανονικό γατίσιο όνομα, που είναι πάντα εκεί όταν τη χρειάζεται... «Αχ, ψιψίνα μου, σε σενα θα τα πω όλα! Μόνο εσύ μπορείς να αντέξεις να ακούσεις όσα θα σου πώ χωρίς να κρίνεις. Μόνο θα ακούς και θα γουργουρίζεις».
Την πήρε αγκαλιά και της μιλούσε για ώρες μέχρι που αποκοιμηθήκανε.

Κανείς δεν την ξυπνησε μέχρι το επόμενο πρωί. Άνοιξε τ μάτια της και δεν ήξερε που βρίσκεται. Της πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει τί συμβαίνει. Όλα είχανε γίνει τόσο γρήγορα... Τί είναι αλήθεια, τί είναι όνειρο; Μακάρι να ήταν όλα ένα όνειρο... Μακάρι να μην είχε νοιώσει ποτέ όσα ένοιωσε. Μακάρι να μπορούσε να ξανακοιμηθεί στα παιδικά της σεντόνια και να ξυπνήσει σε μια άλλη πραγματικότητα.

Σηκώθηκε, ντύθηκε και πήγε στην κουζίνα. Πάνω στο ψυγείο ένα σημείωμα «Κοριτσάκι μου, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. Έχω στίψει φρέσκια πορτοκαλάδα στο ψυγείο. Να την πιείς... Σ’αγαπάω.»
«Αχ μαμάκα μου, κι εγώ σ’αγαπάω» είπε απο μέσα της.
Πόσο ασυναίσθητα στη ζωή μας θεωρούμε κάποια πράγματα δεδομένα... Την αγάπη των γονιών μας, την κατανόησή τους, το πατρικό μας «καταφύγιο»... Πρέπει να θυμηθεί να τους το πεί... Πόσο τους αγαπάει... Πόσο τους αξίζει να τους αγαπάει!

Ήπιε την πορτοκαλάδα, έπλυνε το ποτήρι και βγήκε απο το σπίτι. Ήξερε που θα πάει. Στο Μόντε Σμίθ. Εκεί πάνω απο τη θάλασσα, στο παγκάκι της. Είχε ένα συγκεκριμένο παγκάκι, λίγο κρυμμένο απο τον κεντρικό δρόμο... Πάντα πήγαινε εκεί όταν ήταν στεναχωρημένη. Το παγκάκι της ποτέ δεν την απογοήτευε... Πάντα εκεί, την περιμένει να ακουμπήσει τους φόβους και τις ελπίδες της.
Όλα είναι καταπράσινα. Κάνει λίγη ψύχρα, αλλά είναι ευχάριστη. Σε ξυπνάει, σε κρατάει σε ενγρήγορση.
Περπατάει αργά προσπαθώντας να μαζέψει όσο περισσότερες μυρωδιές και χρώματα μπορεί. Πόσο τα νοσταλγεί όλα αυτά...
Ο δρόμος είναι ανηφορικός. Παπαρούνες κοκκινίζουν το χλωμό γρασίδι και οι μαργαρίτες ανταγονίζονται σε πληθυσμό τα κίτρινα λουλουδάκια σ’ολο το βουνό. Ο ναός του Δία μεγαλόπρεπος, θυμίζει χαμένα μεγαλεία.
Φτάνει στην κορυφή του γκρεμού και κοιτάζει κάτω. Η θάλασσα... Απέραντη... Μερικά καραβάκια εδώ κι εκεί μοιάζουν ακίνητα μικρά μερμηγκάκια στο γαλάζιο χαλί της.
Κατεβαίνει λίγο την πλαγιά και βλέπει το παγκάκι της. Μπορεί να δεί τα πάντα απο δω. Όλη η Βόρεια Ρόδος είναι στα πόδια της. Ακουμπάει την πλάτη πίσω και χαζεύει το νησί. Πόσο άλλαξε! Και πόσο έμεινε ίδιο!...
Μα κάτι λείπει...
Η ματιά του. Εκείνος δεν μπορεί να το δεί... Δεν μπορεί να μοιραστεί μαζί του την ομορφιά τούτη και... μένει μισή. Η ματιά του λείπει για να ολοκήρωθεί η εικόνα.
«Πού να είσαι; Τί να κάνεις;» σκέφτεται...
Κάποτε πίστευε οτι αμα σκεφτείς κάποιον που αγαπάς με όλη σου τη δύναμη, θα μπορέσει εκείνος να το νοιώσει. Κλείνει σφιχτά τα μάτια λοιπόν και τον σκέφτεται με όλη της τη δύναμη, με όλη της την αγάπη. Να το νοιώθει άραγε; Ένα τσίμπημα στην καρδιά...
Δάκρυα...
Γεμίζουν τα μάτια της δάκρυα.... Τ’αφήνει να βγουν, να κυλήσουν στα μαγουλά της, στα ρούχα της... Κλαίει και μοιάζει λες και κάθε σταγόνα παίρνει και λίγο απο τον πόνο της μαζί... Λίγη απο την αγάπη... Ωσπου μένει άδεια να κοιτάει τη θάλασσα...
Λένε πως υπάρχουν στον κόσμο εστίες περίσκεψης. Αν ναι, τότε η δική της βρίσκεται ακριβώς εδώ. Είναι φορές που μένει έτσι για πολύ, χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Αδειάζει τον εαυτό της και τον ξεπλένει σε ένα λουτρό κενού...
Σκουπίζει τα μάτια της, φοράει το καθωσπρέπει προσωπό της και γυρίζει πίσω στο σπίτι.
Θα περάσει το Σαββατοκύριακο με τους γονείς της και μετά θα πάει στην Αθήνα ξανά. Θα πάει να τον αντιμετωπίσει.
Συνεχίζεται.....

No comments: