Saturday 20 September 2008

Ο Έτσι και η Μαρία (συνέχεια 7)

Εξομολόγηση της Μαρίας
«Θα σ’ αγαπώ, μη μου συννεφιάζεις
σαν αμαρτία και σαν γιορτή
Μάθε στα μάτια μου να διαβάζεις
ό,τι με λόγια δε σου ‘χω πει»
Αλιβιζάτος Σαράντης

Έφτασε στην Αθήνα Δευτέρα πρωί και πήγε κατευθείαν στη δουλειά. Φαινόταν κουρασμένη, ξαγρυπνησμένη, με κόκκινα μάτια απο το κλάμμα, οποτε δεν χρειάστηκε να δικαιολογηθεί. Η «αρρώστια» φαινόταν καθαρά.
Οι ώρες δεν περνούσαν, κοιτούσε το ρολόι κάθε 5 λεπτά και έμοιαζε να έχει κολλήσει. Ποτέ δεν ήταν πολύ υπομονετική... αλλά σήμερα ήταν ακόμα χειρότερα.
Έφυγε λίγο νωρίτερα και πήγε κατευθείαν σπίτι.
Εκείνη η αίσθηση απουσιάς που υπήρχε παντού, όταν έφυγε, ήταν ακόμα εκεί...
Πήγε στην κουζίνα, έβαλε παγάκια σε ένα ποτήρι και το γέμισε μέχρι τη μέση με αμαρέτο. Κάθισε στο κρεββάτι της, πήρε αγκαλιά το ακουστικό και περίμενε. Περίμενε να βρεί το κουράγιο να τον πάρει, να του μιλήσει, να του πεί...
Τελείωσε το πρώτο ποτό, έβαλε δευτερο, τρίτο... και κάπου εκεί βρήκε το κουράγιο. 697....14.... Ντριν... Ντριν...
Καλεί...
«Εμπρός» ακούγεται η φωνή του... «εμπρός, ποιος είναι;»....
«γεια» μπορεί να ψελίσει μόνο... «εγώ είμαι».
«Μαρία; Τι κάνεις;»
«Πρέπει να σου μιλήσω» του λέει με φωνή που ίσα ίσα ακούγεται.
«Τι έγινε; Είσαι καλά;» αποκρίνεται τρομαγμένος εκείνος...
«ναι... είμαι καλά. Αλλά πρέπει να σου μιλήσω» είπε με πιο σταθερή φωνή αυτή τη φορά.
«Μίλα μου» της λεει...
«Δεν μπορώ απο το τηλέφωνο. Θέλω να βρεθούμε.» Και χωρίς να του αφήσει περιθώριο να μιλήσει, συνεχισε «θα έρθω στην Πάτρα. Πάω να πάρω το επόμενο λεωφορείο».
Κάτι πήγε να πεί εκείνος... αλλά δεν τον άφησε. Τον αποχαιρέτισε βιαστικά και έφυγε.
Άνοιξε την πόρτα, βγήκε στο δρόμο , σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρήκε και πήγε στα ΚΤΕΛ. Δεν περίμενε πολύ... Μερικές ώρες αργότερα ήταν στην Πάτρα. Εκείνος την περίμενε στο σταθμό των υπεραστικών.
Κατέβηκε απο το λεωφορείο και περπάτησε αργά προς το μέρος του....
Ο κόσμος άρχισε να εξαφανίζεται γύρω της... Όλα γίνονταν αχνά και άχρωμα σιγα σιγά και το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν τα μάτια του. Τον κοιτούσε μέσα στα μάτια... βαθιά μέσα στα μάτια λες και προσπαθούσε να χωρέσει όλα της τα συναισθήματα σε αυτή τη ματιά. Άπλωσε τα χέρια της και τον αγκάλιασε. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της... Δεν μπορούσε να καταλάβει αν πέρασαν λεπτά ή ώρες ή μέρες... Τον κρατούσε μέσα στα χέρια της, τον μύριζε, τον ένοιωθε, άκουγε την καρδιά του...
Κι εκείνος δεν μιλούσε. Μόνο την έσφιγγε , όλο και πιο σφιχτά, λες και θα του έφευγε αν άνοιγε τα χέρια του.
Γύρισε το κεφάλι της, το πλησίασε στο μάγουλό του, μπορούσε να νοιώσει την ανάσα του...
«Έτσι... θέλω να σου πώ κάτι...» του ψυθίρισε...
«Δεν χρειάζεται να μου το πείς» της είπε με σταθερή τρυφερή φωνή. «Το ξέρω. ... Κι εγώ σ’αγαπώ».
Λόγια στο αυτί της, πιο ερωτικά απο το σώμα του στο κορμί της...

Τινάχτηκε πίσω. Τον κοίταξε με απορία. Όλο της το σώμα άρχισε να μουδιάζει. Την αγαπάει; Το ξέρει οτι τον αγαπάει κι εκείνη; Πως; Ποτε; Πως;!
Πήγε κάτι να πει, μα εκείνος την τράβηξε πάλι πάνω του και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Πέρασαν πάλι λεπτά, ώρες, μέρες, μήνες....
«Πρέπει να φύγεις Μαρία» της είπε λυπημένα.
«Το ξέρω» του είπε αργά... Αλλά δεν το ήθελε...
Γύρισε και έφυγε. Δεν κοίταξε πίσω... Έφυγε... Με το επόμενο λεωφορείο γύρισε Αθήνα.
Συνεχίζεται.....

1 comment:

Λάκης Θλιμμένος said...

Μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο απόψε να το διαβάσω όλο μέχρι το τέλος (εάν υπάρχει τέλος)..

χαίρομαι που με τράβηξες εδώ, γράφεις καταπληκτικά

θα τα πούμε σύντομα

καλό να είσαι