Η ανάμνηση του Έτσι είναι ακόμα ζωντανή στη μνήμη της, μα στην ζωή της υπάρχει μόνο ο Δημήτρης πια. Που την αγαπά... Που δεν φοβάται να είναι μαζί της και να νοιώσει όλα αυτά τα ακραία συναισθήματα...
Το πρώτο του φιλί μύριζε καλοκαίρι. Ζεστά ψωμάκια ξημερώματα στα σοκάκια του χωριού. Είχε τη γεύση της αρμύρας πάνω σ’ένα καράβι που σε πάει σπίτι.Ξεδιψούσε ως το νερό τον κουρασμένο διαβάτη. Βαθύ σαν πηγάδι, μεγάλο σαν έρημος, άγριο σαν δάσος. Το πρώτο του φιλί έμεινε ανεξίτηλο στα χείλη της. Να της θυμίζει αυτή τη γλύκα των πρώτων φιλιών που είναι καταδικασμένη να ζει μόνο μια φορά.
Η πρώτη τους νύχτα ήταν πνιγμένη σε κόκκινα ροδοπέταλλα και μύριζε κανέλα και γαρύφαλλα. Τρυφερή και απαλή σαν μετάξι την τύλιξε και την παρέσυρε σε πελάγη που δεν είχε φανταστεί οτι υπάρχουν. Σε κάθε του άγγιγμα ένοιωθε την αγάπη του. Με κάθε του βλέμμα της έλεγε πόσο τη θέλει. Με κάθε του ανάσα τη χαίδευε και τη σκέπαζε να μην κρυώνει. Όλα θα ήταν τέλεια αν... Αν κάποιες στιγμές δεν ένοιωθε πως του κλέβει τις ματιές, τα χάδια, τα φιλιά... πως δεν τ’αξίζει... Γιατί εκείνης τα χάδια, τα φιλιά, τα λόγια... ανήκουν αλλού.
Εκείνος έκανε όνειρα, σχέδια, οργάνωνε εκδρομές, ταξίδια... Εκείνη ακολουθούσε... Τα πάντα τρέχανε σε ένα ρυθμό απίστευτα γρήγορο, μα η Μαρία ένοιωθε ανακούφιση. Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Απλά ακολουθούσε το Δημήτρη. Τον άφησε να την πηγαίνει για φαγητό, για χορό, σε μέρη που εκείνος αγαπούσε. Τον άφησε να την παρασύρει μαζί του σ’ένα τρελό μεθύσι που δεν τελείωνε.
Είχε μια ακατάπαυστη δίψα για ζωή. Ήθελε να της δείξει τα πάντα, να της μάθει όσα ήξερε, να την πάει παντού, να μοιραστούν όλη του τη ζωή. Κι η Μαρία πήγαινε. Αφέθηκε να πάει για να μπορέσει να ξεχάσει. Για να μην σκέφτεται. Αφέθηκε να πάει εκεί που πήγαινε ο δρόμος του Δημήτρη γιατί ο δικός της δρόμος είχε πόνο... Μοναξιά...
Δεν ονειρευόταν το μέλλον πια, γιατί δικό της μέλλον δεν είχε. Η Μαρία δεν υπήρχε πια... ούτε το μέλλον της. Τώρα υπήρχε μόνο η Μαριά και ο Δημήτρης, το κοινό τους μέλλον, τα κοινά τους σχέδια, η κοινή τους ζωή και πραγματικότητα.
Δεν ξεφεύγουμε απο τις ζωές μας όμως, όσο και να το θέλουμε. «Όπου και να πας η πόλις θα σ’ακολουθεί» έλεγε ο Καβάφης.
Το πρώτο του φιλί μύριζε καλοκαίρι. Ζεστά ψωμάκια ξημερώματα στα σοκάκια του χωριού. Είχε τη γεύση της αρμύρας πάνω σ’ένα καράβι που σε πάει σπίτι.Ξεδιψούσε ως το νερό τον κουρασμένο διαβάτη. Βαθύ σαν πηγάδι, μεγάλο σαν έρημος, άγριο σαν δάσος. Το πρώτο του φιλί έμεινε ανεξίτηλο στα χείλη της. Να της θυμίζει αυτή τη γλύκα των πρώτων φιλιών που είναι καταδικασμένη να ζει μόνο μια φορά.
Η πρώτη τους νύχτα ήταν πνιγμένη σε κόκκινα ροδοπέταλλα και μύριζε κανέλα και γαρύφαλλα. Τρυφερή και απαλή σαν μετάξι την τύλιξε και την παρέσυρε σε πελάγη που δεν είχε φανταστεί οτι υπάρχουν. Σε κάθε του άγγιγμα ένοιωθε την αγάπη του. Με κάθε του βλέμμα της έλεγε πόσο τη θέλει. Με κάθε του ανάσα τη χαίδευε και τη σκέπαζε να μην κρυώνει. Όλα θα ήταν τέλεια αν... Αν κάποιες στιγμές δεν ένοιωθε πως του κλέβει τις ματιές, τα χάδια, τα φιλιά... πως δεν τ’αξίζει... Γιατί εκείνης τα χάδια, τα φιλιά, τα λόγια... ανήκουν αλλού.
Εκείνος έκανε όνειρα, σχέδια, οργάνωνε εκδρομές, ταξίδια... Εκείνη ακολουθούσε... Τα πάντα τρέχανε σε ένα ρυθμό απίστευτα γρήγορο, μα η Μαρία ένοιωθε ανακούφιση. Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Απλά ακολουθούσε το Δημήτρη. Τον άφησε να την πηγαίνει για φαγητό, για χορό, σε μέρη που εκείνος αγαπούσε. Τον άφησε να την παρασύρει μαζί του σ’ένα τρελό μεθύσι που δεν τελείωνε.
Είχε μια ακατάπαυστη δίψα για ζωή. Ήθελε να της δείξει τα πάντα, να της μάθει όσα ήξερε, να την πάει παντού, να μοιραστούν όλη του τη ζωή. Κι η Μαρία πήγαινε. Αφέθηκε να πάει για να μπορέσει να ξεχάσει. Για να μην σκέφτεται. Αφέθηκε να πάει εκεί που πήγαινε ο δρόμος του Δημήτρη γιατί ο δικός της δρόμος είχε πόνο... Μοναξιά...
Δεν ονειρευόταν το μέλλον πια, γιατί δικό της μέλλον δεν είχε. Η Μαρία δεν υπήρχε πια... ούτε το μέλλον της. Τώρα υπήρχε μόνο η Μαριά και ο Δημήτρης, το κοινό τους μέλλον, τα κοινά τους σχέδια, η κοινή τους ζωή και πραγματικότητα.
Δεν ξεφεύγουμε απο τις ζωές μας όμως, όσο και να το θέλουμε. «Όπου και να πας η πόλις θα σ’ακολουθεί» έλεγε ο Καβάφης.
Μήνες... Μήνες έτρεχε να ξεφύγει απο τον Έτσι και την ανάμνησή του, και το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει μια παρένθεση στη ζωή της. Δεν ζούσε πραγματικά. Δεν ήταν η δική της ζωή αυτή που κυλούσε μπρος στα μάτια της. Δανεικά... Δανεικά ήταν όλα.
Κι όπως κάθε τι που ζούμε και είναι δανεικό, έτσι κι αυτό, θα έρθει η στιγμή να επιστραφεί στον ιδιοκτήτη του.
Ένα πρωί ξύπνησε στο κρεββάτι μόνη. «Δημήτρη» φώναξε.
«έρχομαι αγάπη μου! Περίμενε.» της απάντησε εκείνος χαρούμενος.
Φάνηκε στην πόρτα του δωματίου κρατώντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και είχε το ένα του χέρι κρυμμένο πίσω απο την πλάτη. Την πλησίασε , κάθισε δίπλα της και της ζήτησε να κλείσει τα μάτια .
Κι όπως κάθε τι που ζούμε και είναι δανεικό, έτσι κι αυτό, θα έρθει η στιγμή να επιστραφεί στον ιδιοκτήτη του.
Ένα πρωί ξύπνησε στο κρεββάτι μόνη. «Δημήτρη» φώναξε.
«έρχομαι αγάπη μου! Περίμενε.» της απάντησε εκείνος χαρούμενος.
Φάνηκε στην πόρτα του δωματίου κρατώντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και είχε το ένα του χέρι κρυμμένο πίσω απο την πλάτη. Την πλησίασε , κάθισε δίπλα της και της ζήτησε να κλείσει τα μάτια .
Όταν τα ξανάνοιξε βρισκόταν μπροστα στο πιο λαμπερό και τρομαχτικό πράγμα που είχε δεί ποτέ στη ζωή της. Ένα υπέροχο δαχτυλίδι απο λευκόχρυσο με μια μικρή πέτρα τοποθετημένη απαλά στην κορυφή.
«Θα με παντρευτείς Μαρία;»
(Συνεχίζεται...)
No comments:
Post a Comment